- δασύτονος
- δασύ-τονος, mit dem spiritus asper versehen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
δασύτονος — δασύτονος, ον (Μ) αυτός που έχει δασύ πνεύμα, που φέρει δασεία … Dictionary of Greek
δασύς — εία, ύ και δασός, ιά, ό (AM δασύς, εῑα, ύ) 1. 1. τριχωτός, μαλλιαρός 2. πυκνός 3. (για φυτά) πυκνόφυλλος, φουντωτός 4. (για τόπους) θαμνώδης, με πυκνή βλάστηση 5. (για φθόγγους και λέξεις) αυτός που προφέρεται και γράφεται με δασύ πνεύμα, με… … Dictionary of Greek